Καθώς διανύει κανείς το δρόμο Αλεξανδρούπολης –Φερών –Συνόρων,
παρατηρεί δεξιά του, μετά τα Λουτρά και κοντά στο Μοναστηράκι, στενόμακρες
λουρίδες περιφραγμένες. Δεν είναι χωράφια, ούτε οικόπεδα. Είναι τμήματα της
Εγνατίας οδού, που καθαρίστηκαν από τους θάμνους που είχαν μεγαλώσει. Η Εγνατία
οδός, ως γνωστόν, κατέληγε στα Αρχαία Κύψελα (Ύψαλα) και από κει στην
Κωνσταντινούπολη. Υπάρχουν μαρτυρίες ντόπιων αγροτών που δείχνουν ότι η Εγνατία
οδός ακολουθούσε περίπου την κατεύθυνση της σημερινής σιδηροδρομικής γραμμής,
μέχρι περίπου τη Βρυσούλα-Πέπλο και από κεί
συνέχιζε προς Κήπους- Γεμιστή. Δεδομένου ότι η διαμόρφωση του εδάφους στην
περιοχή της Γεμιστής, διευκολύνει τη ζεύξη του Έβρου ποταμού, καθώς οι λόφοι
φθάνουν μέχρι την όχθη του, εκτιμάται,
και είναι λογικό, ότι η Γέφυρα στο ποτάμι, τα αρχαία χρόνια να ήταν εκεί. Άλλωστε, όταν το 1937 επρόκειτο
να κατασκευαστεί η Γέφυρα, τα αρχικά σχέδια την τοποθετούσαν στη θέση Πέτρες
βορειοανατολικά της Γεμιστής. Επειδή όμως στην Τουρκία έμενε μεγάλο κομμάτι να
κατασκευάσει, μετατέθηκε στη θέση περίπου που είναι σήμερα. Στα Ρωμαϊκά
όμως χρόνια δεν υπήρχε τέτοιο πρόβλημα,
αφού ο χώρος ήταν ενιαίος, και η εκμετάλλευση του εδάφους, για εξοικονόμηση χρόνου και χρημάτων, ήταν
ένα σοβαρό κριτήριο για την επιλογή της θέσης.
Κοντά στη Γέφυρα αναπτύχθηκε ένας οικισμός, που ήταν ο τελευταίος
σταθμός πριν το ποτάμι. Επειδή όμως το ποτάμι πολλές φορές πλημμύριζε, οι
κάτοικοι του οικισμού, όντας εξοικειωμένοι, ανελάμβαναν τη μεταφορά ανθρώπων
και εμπορευμάτων στην απέναντι όχθη. Στα Κύψελα. Ακόμη, είναι γνωστό ότι ο
Έβρος ποταμός, μέχρι τα τέλη του 19ου
αιώνα, ήταν πλωτός και οι κάτοικοι του οικισμού ασχολούνταν με την ποταμοπλοΐα.
Αυτός ο οικισμός αναφέρεται πως είναι η ΔΥΜΗ και ταυτίζεται από
ερευνητές1 και αρχαιολόγους
με τη σημερινή Γεμιστή2. Άλλωστε το όνομα του χωριού στα Τούρκικα
δηλώνει τόπο ναυτών, βαρκάρηδων (Γκεμιτζίκιοϊ, Γκεμιτζί=Ναύτης, Βαρκάρης3).
Η μεταφορά από τα τουρκικά στα ελληνικά έγινε μάλλον λανθασμένα. Λιμένας ή
Ναυτοχώρι ίσως θα έπρεπε να λέγεται. (Δεν μπορούσαν οι μεταφραστές να
φαντασθούν λιμάνι και πλοία στη θέση αυτή.)
Στο ότι ήταν η γέφυρα σ’ αυτό το σημείο, συνηγορεί και το γεγονός
ότι, πριν μερικά χρόνια, το 1994 το καλοκαίρι, όταν στέρεψε το ποτάμι από την
ελληνική πλευρά, φάνηκαν στην κοίτη του βάρκες και σχεδίες βυθισμένες στην άμμο. Η διάταξή τους παρέπεμπε σε χώρο που χρησιμοποιούνταν ως
πέρασμα. Τα περάσματα, είναι γνωστό, ότι δεν αλλάζουν εύκολα, ιδιαίτερα σε
παλαιότερες εποχές, που δεν ήταν εύκολο να επεμβαίνουν στη φύση. Από εδώ μάλλον πέρασε και τμήμα της στρατιάς του Έβρου το
1920. Οι ψαράδες της Γεμιστής στο σημείο αυτό
ανέσυραν με τα παραγάδια τους ξιφολόγχες του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Ενδείξεις,
ότι ενδεχομένως κάποιοι να έπεσαν στο ποτάμι με τον οπλισμό τους.
Η ύπαρξη ερειπίων στο λόφο δηλώνει μάλλον κτίσμα που
χρησιμοποιούνταν ως φυλάκιο της γέφυρας.
Πολλές είναι οι μαρτυρίες κατοίκων της Γεμιστής για ύπαρξη
αντικειμένων που σχετίζονται με το λιμάνι. Χαλκάδες, πάσσαλοι, κλπ.
Όλα αυτά δείχνουν ότι στην περιοχή της Γεμιστής, από την εποχή της
Εγνατίας τουλάχιστον, λόγω της ζεύξης του ποταμού, υπήρχε οικισμός που, ενδεχομένως, με το πέρασμα του χρόνου,
πήρε διάφορες μορφές και έμεινε ζωντανός μέχρι σήμερα ως Γεμιστή.
Οι κάτοικοι του χωριού
συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στον ίδιο χώρο. Οι ψαράδες, όσοι απέμειναν,
ψαρεύουν στα ίδια νερά του Έβρου τα σαζάνια και τους γουλιανούς.
Η Γεμιστή, μέχρι το 1922,
ήταν τούρκικο χωριό και με την ανταλλαγή των πληθυσμών κατοικήθηκε, όπως σχεδόν
όλα τα χωριά, από Έλληνες πρόσφυγες που ήλθαν από τα απέναντι χωριά Ιμπρίκτεπε
(Κιουτέζα-Ιμβρασσός) –Σουλτάνκιοϊ
(Βυθκούκι-Λείβιθρο)-Κεσσάνη-Μάλτεπε-Γενίκιοϊ-Γκιουνί (Χαραλάγκιονε)). Αρκετοί
από αυτούς εγκαταστάθηκαν αρχικά κοντά στις όχθες του ποταμού, ανατολικά του
Τυχερού, στο χωριό Τάρσιον4 (Χάντζες,Χαντζία), όμως μετά τις
πλημμύρες του 1932, αναζήτησαν καταφύγιο στο Τυχερό, στους Κήπους, αρκετοί στη
Γεμιστή και άλλοι στις Φέρες για να ξαναρχίσουν τη ζωή τους από το μηδέν. Αυτή
ήταν η δεύτερη προσφυγιά. Ο αγώνας για επιβίωση ήταν διαρκής. Το ίδιο συνέβη
και μ’ αυτούς που είχαν εγκατασταθεί στον Πυρόλιθο5 (Τσιακιρτζή).
Μέχρι το έτος 1927 αποτελούσε μία
κοινότητα με τους Κήπους. Έκτοτε6, και μέχρι τον Καποδίστρια, ανήκε
στην κοινότητα Πέπλου. Στη συνέχεια στο Δήμο Φερών και από το 2011 στον
Καλλικρατικό Δήμο Αλεξανδρούπολης.
Μέχρι τη δεκαετία του ΄60
είχε 500-600 κατοίκους. Η αστυφιλία δεν άφησε ανεπηρέαστη την πορεία του. Οι
δύσκολες συνθήκες ζωής, η έλλειψη γης ικανής να θρέψει τον πληθυσμό του χωριού,
έδειξε σε πολλούς το δρόμο της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης. Είναι
ίσως από τα λίγα χωριά της περιοχής που τόσοι πολλοί σπούδασαν. Διακρίνονται οι
κάτοικοι για την εργατικότητά τους, κάτι που είναι φανερό και γνωστό στη γύρω
περιοχή.
Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Οι κάτοικοι διακρίνονταν σε τρεις, ουσιαστικά,
ομάδες. Τους Αρβανιτόφωνους, τους Βουλγαρόφωνους, και τους υπολοίπους που
χαρακτηρίζονταν ως Γενικιότες. Ένταση και αντιπαλότητα διέκρινε τη σχέση των δυο
πρώτων ομάδων σχεδόν μέχρι τη δεκαετία του ΄60, που δεν επέτρεπε παρά
ελάχιστους γάμους μεταξύ τους. Κάποιοι νεανικοί έρωτες έμειναν ανεκπλήρωτοι από αυτό και μόνον το
γεγονός. Ακόμη και τα παιδιά χωρίζονταν σε στρατόπεδα και χτυπιόταν μεταξύ τους
με το σχόλασμα του σχολείου.
Χρειάστηκε πολύς χρόνος
για να επουλωθούν οι πληγές, να ξεχάσουν τα παλιά και να ζήσουν αρμονικά. Να
συνάψουν γάμους μεταξύ τους.
Εν τω μεταξύ όμως το
χωριό άρχισε να ερημώνει. Τη χαριστική βολή έδωσε η κατάργηση του Δημοτικού
Σχολείου (1986). Τα νέα ζευγάρια πλέον εγκαταλείπουν και γι’ αυτό το λόγο το
χωριό, και εγκαθίστανται στις Φέρες και στην Αλεξανδρούπολη, επιζητώντας
καλύτερη ζωή και παιδεία για τα παιδιά τους .
Σημειώσεις
1 Σαμσάρη Κων Δημητρίου,
Ιστορική Γεωγραφία της Δυτικής Θράκης κατά τη Ρωμαϊκή αρχαιότητα,
«..έφθανε στην περιοχή των σημερινών χωριών Πέπλος, Γεμιστή και Κήποι. Εκεί φαίνεται πως
υπήρχε ρωμαϊκή γέφυρα – σε κάποιο σημείο κοντά στη σημερινή- απ’ όπου περνούσε
τον Έβρο ποταμό και οδηγούσε στην αντίπερα όχθη, στα Κύψελα. ….. Όσον αφορά το
δεύτερο σταθμό, τη Δύμη, που απείχε
13 ρωμαϊκά μίλια (=περίπου 19 χλμ.) από την Τραϊανούπολη. Η ταύτισή του δεν είναι βέβαιη, καθώς οι
γνώμες διίστανται. Έτσι, άλλοι υποστηρίζουν ότι ο σταθμός θα πρέπει να
ταυτιστεί με τα ερείπια κοντά στο χωριό
Πόρος , ενώ άλλοι πιστεύουν πως θα πρέπει η θέση να αναζητηθεί στην περιοχή των
σημερινών χωριών Πέπλος, Γεμιστή και
Κήποι. Προσωπικά, πιθανότερη θεωρείται τη δεύτερη άποψη, που συμφωνεί
και με την απόσταση μεταξύ Τραϊανούπολης
και Δύμης (13 ρωμαϊκά μίλια) που δίνουν τα Οδοιπορικά. Κι’ αυτό γιατί στο ίδιο
ύψος (απέναντι) με την προτεινόμενη θέση, από την άλλη δηλαδή μεριά του Έβρου, βρισκόταν, σε μικρή
απόσταση, ο επόμενος ρωμαϊκός σταθμός τα Κύψελα…. σελ. 62,…..Δύμη (Dyme)
που μας είναι γνωστή από τον Πτολεμαίο, από τα ρωμαϊκά Οδοιπορικά, από το
γεωγράφο της Ραβέννας κι από τον Guido, τοποθετείται πιθανώς
στην περιοχή των σημ .χωριών Πέπλος, Κήποι και Γεμιστή, δηλ κοντά στο πέρασμα
της Εγνατίας από τον Έβρο, στον οποίο υπήρχε κάποια ρωμαϊκή γέφυρα κοντά στη σημερινή. Σελ113,197.
2 http://www.xanthi.ilsp.gr/thraki/history/his.asp?perioxhid=R0019
(Θρακικός Ηλεκτρονικός
Θησαυρός)
«Τοπογραφικές
ενδείξεις για τον εντοπισμό της Δύμης απαντούν στον Kλαύδιο Πτολεμαίο, όπου
δίδονται οι συντεταγμένες και στα οδοιπορικά του 4ου αι. μ. X., όπου
καταγράφονται οι αποστάσεις από άλλους σταθμούς της Eγνατίας οδού. Στο
οδοιπορικό του Aντωνίνου η Δύμη τοποθετείται αφ’ ενός 16 μίλια ανατολικώς της
Tραϊανουπόλεως, και αφ’ ετέρου 24 και 48 μίλια αντιστοίχως από τον σταθμό
Zervis και την Πλωτινόπολη, στο δρόμο προς την Aδριανούπολη. Στο Iεροσολυμιτικό
Δρομολόγιο η Δύμη αναφέρεται 12 μίλια ανατολικώς της Tραϊανουπόλεως και
ισάριθμα μίλια δυτικώς των Kυψέλων. Παλαιότεροι μελετητές, στηριζόμενοι σε ένα απόσπασμα
της Γεωγραφίας του Mελετίου, τοποθετούσαν τη Δύμη στην περιοχή του
Διδυμοτείχου, το όνομα του οποίου θεωρήθηκε παραφθορά της αρχαίας ονομασίας
Δύμη και αρχική πρόταση από τον
Δρακοντίδη στην εφημερίδα Έβρος της 30ής Mαΐου 1936). H ταύτιση αυτή αμφισβητήθηκε, καθώς επίσης και η τοποθέτηση της Δύμης στην
περιοχή του χωριού Kόμαρα. Άλλοι μελετητές τοποθέτησαν την Δύμη στα Φέραι
(πρώην Φερετζίκ), ή στην θέση Γκαλντίρ γκιότς (σημερινό χωριό Πόρος) ανατολικώς
των Φερών. Σήμερα, και αυτή η υπόθεση απορρίπτεται, αν και απαντά μεμονωμένα
στην νεώτερη βιβλιογραφία. Όπως παρατήρησε ο Mπακαλάκης, επειδή η γέφυρα της
Eγνατίας οδού, που ένωνε την Δύμη με τα Kύψελα, δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί
στην ελώδη περιοχή του Πόρου, έπρεπε η Δύμη να αναζητηθεί λίγο βορειότερα,
σε μία σχετικά βραχώδη έξαρση στην περιοχή των χωριών Πέπλου, Kήπων και
Γεμιστής, στο ίδιο σημείο περίπου όπου βρίσκεται και η σύγχρονη γέφυρα της
εθνικής οδού Aλεξανδρουπόλεως-Kωνσταντινουπόλεως. O ίδιος μελετητής
παρατηρούσε πάντως, ότι στην περιοχή δεν έχουν εντοπισθεί αρχαιότητες, οι
οποίες θα στήριζαν την πρόταση αυτή.
Στα υψώματα του χωριού
Γεμιστή, BΔ της γέφυρας των Kήπων, τοποθέτησε τη Δύμη ο Ποιμενίδης, ενώ ο
Πάντος πρότεινε να αναζητηθεί η Δύμη στην περιοχή των χωριών Iτέας, Tριφυλλίου,
Πυλαίας, Aρδανίου και Kαβησσού, λίγο δυτικότερα από το σημείο που είχε
προτείνει ο Mπακαλάκης. Στις θέσεις αυτές έχουν κατά καιρούς έλθει στο φως
διάφορα αρχαία κατάλοιπα.
Πιο
πρόσφατα, ο Mottas, με βάση τις αποστάσεις των οδοιπορικών, τοποθέτησε τη Δύμη
στην περιοχή των χωριών Πόρου και Aρδανίου.
H Δύμη
κατείχε καίρια θέση στην διασταύρωση δύο σημαντικών δρόμων: της Eγνατίας οδού,
και του άξονος που συνέδεε την πεδιάδα του κατώτατου ρου του Έβρου με την
Aδριανούπολη και τη μεγάλη πεδιάδα της θρακικής ενδοχώρας. Ως ενδιάμεσος
σταθμός, μεταξύ Tραϊανουπόλεως και Aδριανουπόλεως, η Δύμη αναφέρεται τον 4ο αι.
μ.X., στο οδοιπορικό του Aντωνίνου, ενώ στο Iεροσολυμιτικό Δρομολόγιο
χαρακτηρίζεται ως mutatio της Eγνατίας λίγο δυτικότερα από τα Kύψελα
(σημ. Ύψαλα στην Tουρκία) στην αντικρυνή, ανατολική όχθη του ποταμού. H ύπαρξη
μίας καμάρας, υπόλειμμα γέφυρας, καθώς και το τοπωνύμιο Kεμέρ, που απαντά στην
περιοχή, πιστοποιούν κατά τον Mπακαλάκη την παρουσία ενός δρόμου κατά μήκος της
δυτικής όχθης του Έβρου με κατεύθυνση την Πλωτινόπολη.»
3 Δήμητρα Γιοκσέ: Ιστορία-
Πολιτισμός-Εκπαιδευτική προσέγγιση Δήμου Φερών. Θεσσαλονίκη 2006 σελ.96 «Για το
χωριό Γεμιστή μαθαίνουμε πως από την
πρώιμη Οθωμανική εποχή οι κάτοικοί του
ασχολούνται με την ποταμοπλοΐα στον ποταμό Έβρο. Η αρχική ονομασία Yelkenci που
αργότερα γίνεται Gemici (Βογιατζής 1998 σ. 345), προέρχεται από τις Τουρκικές
ονομασίες yelken = ιστίο, gemi =πλοίο
και η κατάληξη –ci δηλώνει επάγγελμα.»
4 Τάρσιον (Χάντζες): Χωριό με 700 περίπου κατοίκους , στα όρια του
κάμπου Γεμιστής-Τυχερού, πολύ κοντά στις όχθες του Έβρου ποταμού. Μέχρι το 1923
κατοικούνταν από Μουσουλμάνους που έφυγαν μετά το 1923 με την ανταλλαγή των
πληθυσμών. Ύστερα κατοικήθηκε από τους Αρβανιτόφωνους Έλληνες πρόσφυγες από τα
χωριά Ιμβρασός (Ιμπρικ-τεπέ) και Λείβιθρο (Σουλταν-κιοϊ). Κτηνοτρόφοι στην
πλειοψηφία τους οι κάτοικοι του χωριού, θεώρησαν ότι ο κάμπος και τα νερά του
ποταμού θα τους βοηθούσαν να επιζήσουν και ίσως, αν επέστρεφαν στα χωριά τους
,θα γύριζαν γρήγορα. Η προοπτική αυτή άλλωστε δεν ήταν έξω από τα πραγματικά
δεδομένα . Πολλοί είναι οι μελετητές της εποχής, που υποστηρίζουν ότι ήταν μέσα
στα όρια του εφικτού η διατήρηση της Ανατολικής Θράκης υπό Ελληνική κυριαρχία.
Δεν έμελλε όμως να ζήσουν για πολλά χρόνια εδώ. Μόλις άρχισαν να ορθοποδούν,
μεγάλη πλημμύρα του Έβρου παρέσυρε όλο το βιος τους και σκέπασε τα σπίτια του
χωριού. Με πολλή δυσκολία σώθηκαν από συγγενείς τους από το Τυχερό, που
έσπευσαν με βάρκες να περισυλλέξουν όσους δεν πρόλαβαν να φύγουν και είχαν
καταφύγει στις στέγες των σπιτιών τους. Το Ελληνικό κράτος πρότεινε να εγκατασταθούν στην απέναντι
πλαγιά των υψωμάτων της Γεμιστής, όμως δεν συμφώνησαν και επέλεξαν μόνοι τους
να εγκατασταθούν αρκετοί στο Τυχερό, άλλοι στη Γεμιστή, στους Κήπους και ένα
μεγάλο μέρος στις Φέρες.
Το Τάρσιο μέχρι το 1933αποτελούσε μια κοινότητα
μαζί με τον Πυρόλιθο.
5.Πυρόλιθος (Τσιακιρτζή): Χωριό με 500 περίπου κατοίκους στην
απογραφή του 1928. Κατοικούνταν και αυτό
από μουσουλμάνους που το εγκατέλειψαν σταδιακά και μετά το 1923 εγκαταστάθηκαν
σ’ αυτό Έλληνες πρόσφυγες από τα χωριά όπως και στο Τάρσιο
6.Στοιχεία συστάσεως και
εξελίξεως των Δήμων και Κοινοτήτων.
Τομος 10 Νομός Έβρου Αθήναι 1962
Έκδοσις ΚΔΚΕσελ.192
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου