Τα παιδιά των χωριών στο Γυμνάσιο Φερών
Ο δάσκαλος του
χωριού επισκέπτεται τους χωρικούς που έχουν παιδιά στο σχολείο και τους
προετοιμάζει να τα στείλουν στο Γυμνάσιο.
-Μπάρμπα-Γιώργη, καλησπέρα. Τι κάνεις; Πώς τα πολεμάς;
-Τι να κάνου, δάσκαλε; Δεν τα βλέπ’ς; Ούλη μέρα τρέχου.
Μια στου χωράφι, μια στα κατσίκια, την άλλη στα βουβάλια και τα γιλάδια.
Τυράννια σ’ λέου. Καλά που είνι τα πιδιά μι τα κουρίτσια κι βουηθάν κάπους.
-Μπάρμπα-Γιώργη, γι’ αυτό ήρθα. Για τα παιδιά (αγόρια)
και τα κορίτσια. Τα μεγάλα, τέλος πάντων, τα έχεις στη δουλειά και τα κορίτσια
είναι της παντρειάς. Όμως τα υπόλοιπα, που έρχονται στο σχολείο, σιγά-σιγά να
σκεφθείς μήπως πρέπει να τα στείλεις στο Γυμνάσιο, όταν έρθει η ώρα.
-Τι λες, βρε δάσκαλε. Φτάνουν τα γράμματα που
μαθαίνουν στου σχουλειό. Κι μένα ποιος θα μι
βοηθάει στις δουλειές; Δε γίνουνται αυτά. Κι μι τι λεφτά θα σπουδάσουν;
Μεις δεν είμαστι τσουρμπατζήδες. Μ’ όσα βγάζουμι ίσα-ίσα συντηρούμαστι.
Ο μπάρμπα Γιώργης ήταν ανένδοτος. Θυμήθηκε και τη
γειτόνισσα τη Διαλεχτή και τον Ανέστη που τελείωσαν το Γυμνάσιο, και ενώ ήθελαν
να γίνουν δάσκαλοι, κάποιοι από το χωριό τους κατηγόρησαν για τα φρονήματα των
γονιών τους στις υπηρεσίες και έτσι αποκλείσθηκαν. Βλέπεις θεωρήθηκαν εχθροί
του κράτους. Και ας ήταν αυτά συκοφαντίες.
Ο δάσκαλος τον
ευχαρίστησε για την κουβέντα που είχαν και του συνέστησε παρά τις αντιρρήσεις
του να σκεφθεί καλά όσα του είπε.
Ο μπάρμπα Γιώργης από τη στιγμή εκείνη άρχισε να
προβληματίζεται. Το συζήτησε και με άλλους και διαπίστωσε πως και αυτοί
βρίσκονταν σε ανάλογο προβληματισμό, καθώς με όλους είχε μιλήσει ο δάσκαλος.
Κάποιοι μάλιστα είχαν μετανιώσει, γιατί δεν έστειλαν τα προηγούμενα χρόνια τα
κορίτσια τους στο Γυμνάσιο και τώρα ήταν αποφασισμένοι να ακολουθήσουν τη
συμβουλή του δασκάλου.
Για τα κορίτσια υπήρχε δισταγμός, γιατί υπήρχε η
αντίληψη ότι μακριά από την επίβλεψη των γονιών υπήρχε ο κίνδυνος να
παρασυρθούν και να χάσουν την ηθικότητά τους, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να
παντρευτούν. Οι πιο πολλές οικογένειες ήταν πολύτεκνες. Αν έφευγε το πρώτο,
μοιραία θα ακολουθούσαν και τα άλλα. Ποιος θα έμενε στο χωριό να καλλιεργήσει
τα χωράφια, να περιποιηθεί τα ζώα, που ήταν πολλά; Ή ποιος θα φρόντιζε τους
γονείς στα γεράματά τους;
Ήρθε η εποχή όμως που δεν μπορούσαν πλέον να κρατήσουν
τα παιδιά τους όλα στο χωριό. Ο κλήρος των χωραφιών ήταν μικρός και δεν έφτανε
για όλους.
Ο μπάρμπα-Γιώργης τα σκεπτόταν αυτά μέρες και νύχτες.
Όταν τελείωνε η σχολική χρονιά, ο δάσκαλος προετοίμαζε
όλα τα παιδιά της έκτης τάξης για το Γυμνάσιο. Τους έδινε ασκήσεις στη γλώσσα
και στην Αριθμητική, ώστε να είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των
εισαγωγικών εξετάσεων του Γυμνασίου. Υπήρχε άλλωστε μια ευγενής άμιλλα των
δασκάλων για την επιτυχία των μαθητών τους.
Ο δάσκαλος δε σταμάτησε να υπενθυμίζει στον μπάρμπα-Γιώργη
και στους άλλους χωρικούς την ανάγκη να στείλουν τα παιδιά τους στο Γυμνάσιο.
Έτσι πείσθηκε ο
μπάρμπα-Γιώργης να στείλει το τέταρτο από τα έξι παιδιά του στο Γυμνάσιο Φερών.
-Δάσκαλε, είπε, θα τουν στείλου τουν Λάκη στου Γυμνάσιου.
Μα να ξέρ’ς, αν δεν τα καταφέρει, θα τουν πάρω πίσω στου χουριό, να παλεύει
μαζί μ’ στα χουράφια κι στα ζώα.
-Μη στεναχωριέσαι, κι ο Λάκης θα τα καταφέρει. Δεν θα
σε ντροπιάσει. Είναι καλός μαθητής και πεισματάρης. Δεν θα μετανιώσεις για την
απόφασή σου.
Έτσι άρχισε η προετοιμασία για τις εξετάσεις στο
Γυμνάσιο. Κάποιοι πήγαν στους Κήπους σε συγγενείς τους και βοηθήθηκαν επιπλέον
από το Δάσκαλο Φουτσιτζή, για να καλύψουν τυχόν κενά που είχαν.
Όταν ήρθε η εποχή των εξετάσεων (αρχές Σεπτεμβρίου), ήρθε
ο Λάκης με άλλους συμμαθητές του στις Φέρες και πήρε μέρος στις εξετάσεις. Με
την έκδοση των αποτελεσμάτων, που ήταν ευνοϊκά, άρχισε η μαθητική ζωή στο
Γυμνάσιο Φερών.
Αποφασίστηκε να μείνει με τον ξάδελφό του το Γιώργο. Ο
κυρ-Γιώργης με τον κυρ-Θανάση βρήκαν το σπίτι του κ. Τάκη Μπρίτσιου στον Αγ. Νικόλαο.
Ήταν δυο δωμάτια έξω από την κατοικία. Στο ένα έμεναν δυο παιδιά από τον Πόρο.
Ενώ μέσα έμεναν άλλα δυο από το Τριφύλλι και τη Βρυσούλα.
Εκεί στη γειτονιά έμεναν παιδιά απ’ όλα τα χωριά.
Αγόρια και κορίτσια. Όλοι ακολουθούσαν τον ίδιο τρόπο ζωής.
Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, μετά το πανηγύρι
των Φερών (14 Σεπτεμβρίου), εγκαταστάθηκαν στο δωμάτιο. Ντιβάνια, λίγα ρούχα
και τρόφιμα από το χωριό (Ψωμί, τυρί, αυγά, φασόλια...). Πήγαν στο συγγενή τους
Γιώργο Χατζημάγιογλου, που είχε παντοπωλείο, εκεί στην κατηφόρα δίπλα στου
Παπαδάκη, και συνεννοήθηκαν, να πηγαίνουν τα παιδιά να ψωνίζουν αν χρειάζονταν
κάτι. Κυρίως πετρέλαιο για την γκαζιέρα.
-Άκου, Λάκη, είπε ο κυρ-Γιώργης, ιδώ ήρθις να μάθ’ς
γράμματα. Άμα δεν τα καταφέρ’ς, θα γυρίεις στου χουριό να δουλέψ’ς μαζί μας τα
χουράφια και να φλας τα βουβάλια κι τα κατσίκια που έχουμι.
-Μη στεναχωριέσαι, μπαμπά. Θα προσπαθήσω να μη σε
απογοητεύσω, είπε ο Λάκης. Ήταν αυτονόητο γι’ αυτόν, ότι θα ανταποκριθεί στις
απαιτήσεις του Γυμνασίου.
Έφυγαν οι γονείς και άφησαν τα παιδιά μόνα τους. Όπως
όλα τα παιδιά όλων των χωριών. Αυτά έπρεπε από δω και πέρα να φροντίσουν για
όλα. Να κανονίσουν το χρόνο τους. Είχαν απόλυτη ελευθερία, που έπρεπε να τη
διαχειριστούν.
Μαγείρεμα. Το φαγητό πάντα πρόχειρο. Αυγά, πατάτες
τηγανητές, και μπόλικο ψωμί. Κάποτε και φασολάδα, κυρίως το χειμώνα, που είχαν
και τη σόμπα. Αυτά περιείχε το καλάθι που έστελναν οι γονείς κάθε βδομάδα με το
λεωφορείο. Σε μια γκαζιέρα τι μπορούσαν και τι ήξεραν να μαγειρέψουν; Ναι,
μερικές φορές πήγαιναν στο στρατόπεδο και έπαιρναν σ’ ένα δοχείο από το φαγητό
των φαντάρων που περίσσευε. Συνήθως φακές. Πολύ νόστιμες και χορταστικές.
Έπρεπε να φροντίσουν
για την καθαριότητα του σπιτιού και την ατομική τους, πράγματα
πρωτόγνωρα γι’ αυτούς. Για τα κορίτσια
αυτό ήταν πιο εύκολο, μιας και ήταν εξοικειωμένα από μικρά στα σπίτια
τους. Τα αγόρια τα κουτσοκατάφερναν.
Ο πειρασμός του παιχνιδιού ήταν μεγάλος. Έτρεχαν με
άλλους συμμαθητές τους στα πεύκα και στο γήπεδο και με τις ώρες έπαιζαν
ποδόσφαιρο. Σχεδόν μέχρι που νύχτωνε. Θυμόντουσαν ότι είχαν και μαθήματα. Άντε
να διαβάσουν και να γράψουν τώρα. Το προσπαθούσαν. Πολλές φορές τους έπαιρνε
γλυκά ο ύπνος, καθώς διάβαζαν και ο κ. Τάκης ερχόταν και έσβηνε το φως, για να μη
καταναλώνεται πολύ ρεύμα, μια και πλήρωνε αυτός.
Το πρωί έπρεπε να ξυπνήσουν για να πάνε στο Γυμνάσιο. Γρήγορα-γρήγορα
να προλάβουν. Τις περισσότερες φορές νηστικοί. Έκοβαν δρόμο μέσα από το ρέμα.
Την περίοδο των εξετάσεων έρχονταν οι μάνες τους να
τους μαγειρέψουν κανένα φαΐ της προκοπής, αλλά και να τους βοηθήσουν στο
διάβασμα. Κρατούσαν το βιβλίο και επειδή έγραφαν ορθογραφία καθ’ υπαγόρευση, οι
καημένες συλλάβιζαν και υπαγόρευαν τα κείμενα, ώστε να είναι όσο γίνεται καλύτερα
προετοιμασμένοι. Σημαντική η βοήθειά
τους. Αυτό γινόταν την περίοδο του Φεβρουαρίου, καθώς στο χωριό τότε δεν είχαν
αγροτικές δουλειές. Δεν μπορούσε να γίνει τον Ιούνιο, γιατί οι αγροτικές
ασχολίες ήταν πολλές.
Άραγε οι φίλοι τους και συμμαθητές τους από τις Φέρες,
καταλάβαιναν τι δυσκολίες αντιμετώπιζαν αυτά τα παιδιά; Σκέφτηκαν άραγε να τα
φιλοξενήσουν μια μέρα, μια Κυριακή π.χ. στο σπίτι τους και να τους προσφέρουν
ένα πιάτο ζεστό φαγητό; Μάλλον δεν τους περνούσε καν απ’ το μυαλό κάτι τέτοιο.
Είχαν και χαρτζιλίκι. Πενήντα δραχμές το μήνα. Κάποιοι
βέβαια, που ήταν βαστούμενοι, είχαν και περισσότερα. Μ’ αυτά έπρεπε να
πορευτούν. Να πάρουν πρωί στο Γυμνάσιο κανένα κουλούρι, ή το απόγευμα
μια κρέμα στου Δεβετζή και του Γκιόρδα το ζαχαροπλαστείο, που θα ήταν
και το βραδινό τους. Κάποιες φορές κατανάλωναν ακόμη και τα χρήματα για τα
εισιτήρια του λεωφορείου και πήγαιναν στα χωριά με τα πόδια. Από τον Πόρο και
το Αρδάνιο που ήταν σχετικά κοντά μέχρι τη Γεμιστή (20 χλμ).
Η μόνη σχεδόν εξωσχολική δραστηριότητα ήταν το κατηχητικό
σχολείο και οι ομάδες των θρησκευτικών
οργανώσεων. Ήταν μια εμπειρία πρωτόγνωρη και ευκαιρία να ακούσουν λόγο Θεού,
πέρα από το μάθημα στο σχολείο. Κάτι πήραν
από τις συνάξεις αυτές. Κάποιοι βέβαια ενδεχομένως να σκανδαλίστηκαν από
συγκεκριμένες συμπεριφορές και απομακρύνθηκαν εντελώς από την εκκλησία. Συμβαίνουν
αυτά, όταν δεν μπορούν οι άνθρωποι να διακρίνουν τα πρόσωπα, που κάνουν λάθη,
από το αλάθητο πρόσωπο του Χριστού.
Ήταν και οι
πρόσκοποι, αλλά μάλλον λίγοι από τα χωριά μετείχαν στις δραστηριότητές τους.
Πάρα πολλά από αυτά τα παιδιά άντεξαν όλες αυτές τις
δυσκολίες. Είχαν καλές έως άριστες επιδόσεις. Επέτυχαν τους στόχους που έθεσαν
στη ζωή τους. Έκαναν λαμπρή καριέρα και υπηρέτησαν την Πατρίδα απ’ όπου βρέθηκε το καθένα.
Καψίδης Ναθαναήλ
Θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου