Ακούγοντας τις μέρες αυτές τις φωνές των παιδιών , που ψάλλουν τα κάλαντα, σκέφτηκα τον εαυτό μου παιδί στους δρόμους του χωριού μου ( Γεμιστή Φερών) πολλά χρόνια πριν. Κατέγραψα λοιπόν τις αναμνήσεις μου και σας τις μεταφέρω κάνοντάς σας κοινωνούς.
Ως γνήσια παιδιά του χωριού αναμενόταν από μας να συμβάλουμε στις εργασίες των γονιών μας. Και αν αυτό ήταν περιορισμένο κατά τη διάρκεια της Σχολικής ζωής, οι «διακοπές» σε μας τα παιδιά δεν είχαν το νόημα του ραχατιού και της ρεμπελιάς του σήμερα. Ωστόσο υπήρχε μια πτυχή των χριστουγεννιάτικων τουλάχιστον διακοπών που ανήκε ανέκαθεν και που διαχρονικά θα ανήκει στα παιδιά. Και αυτή είναι τα Κάλαντα.
Πολλές μέρες πριν δημιουργούσαμε τις παρέες. Ανά δύο άτομα ετοιμάζαμε βέργες κατάλληλες για την αντιμετώπιση του κινδύνου των σκυλιών, που ήταν περισσότερα από τους κατοίκους του χωριού. Κοιμόμαστε στο σπίτι του ενός και λίγο μετά τα μεσάνυχτα αρχίζαμε το τραγούδι. Πηγαίναμε σ’ όλα τα σπίτια .Φτωχά και πλούσια. Συγγενών και μη. Οι φτωχότεροι και μη συγγενείς μάς έδιναν συνήθως φρούτα, που δεν υπήρχαν σ’ όλα τα σπίτια .Ήταν και αυτά είδος πολυτελείας. Οι πλουσιότεροι και οι συγγενείς μας έδιναν από δυο δεκάρες μέχρι μισή και, σπάνια, μια δραχμή. Τα κάλαντα ήταν μια ολόκληρη περιπέτεια. Κίνδυνος από τα σκυλιά. Κίνδυνος από τις πολλές λάσπες. Βουλιάζαμε κάποιες φορές μέχρι το γόνατο. Κι αν είχε και χιόνι ή πάγο τότε τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Αφού, τέλος πάντων, η γύρα έπαιρνε τέλος, γύρω στις 04.00΄το πρωί, ερχόταν η ώρα της καταμέτρησης των εσόδων. Εάν φθάναμε τις 7-8 δραχμές θα ήμασταν ευτυχείς.
Το ίδιο πρωί κατά τις δέκα, αρχίζαμε τα «Χριστούγεννα πρωτούγεννα» . Νέα γύρα στο χωριό. Αυτή τη φορά, εκτός από δεκάρες, μάς έδιναν και τις κουλούρες. Οι επισκέψεις στα σπίτια συνέπιπταν με τη σφαγή και γδάρσιμο των γουρουνιών. Ανά δύο τρεις φίλοι και συγγενείς έσφαζαν το γουρούνι που το ανέθρεφαν όλη τη χρονιά. Οι οικογένειες από τα Χριστούγεννα και μέχρι να τελειώσει θα έτρωγαν κρέας. Ένα μεγάλο μέρος, λόγω έλλειψης ψυγείων, παστώνονταν στα κιούπια( πιθάρια). Το λίπος ήταν αρκετό να δώσει μέχρι και 4-5 δοχεία λίγδας. Άλλο μέρος γινόταν λουκάνικα που κρέμονταν στο χαγιάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Και ακολουθούν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. «Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά κι άγιος Βασίλης με χιονιά».Το δώρο τώρα είναι ένα κομμάτι κρέας που το τοποθετούμε στη ρόκα των γιαγιάδων μας. Άλλοι δίνουν μπριζόλες κι άλλοι προς απογοήτευσή μας παστό. Όλα καταλήγουν στο μπάρμπα-Μήτσιου για λίγα μισόφραγκα. Ο μικρός μας νους δεν ενδιαφερόταν να μάθει αν τα μεταπουλούσε σ’ άλλους. Πάντως όσα μας έδινε μας τα έπαιρνε πίσω με τα ψώνια που κάναμε απ’ αυτόν. Λίγες καραμέλες, λίγα ξυλοκέρατα και κανένα γλειφιτζούρι εξανέμιζαν το κέρδος μας.
Οι πιο πολλοί από μας δοκιμάζαμε να πολλαπλασιάσουμε τα χρήματα παίζοντας με τις δεκάρες σε τοίχους που είχαν ωραίες επίπεδες πέτρες. Χτυπούσαμε με δεξιοτεχνία τη δεκάρα πάνω στην πέτρα προσπαθώντας να την κατευθύνουμε κοντά σε προηγούμενη που έριξε άλλος . Υπήρχε ένα κομμάτι ξύλου περίπου μια πιθαμή, που αποτελούσε και το μέτρο. Αν έφθανε τη δεκάρα του προηγούμενου γινόταν δική μας. Ίσως αυτό ήταν το προστάδιο της χαρτοπαιξίας, αφού στα καφενεία οι μεγάλοι αυτές τις μέρες έπαιζαν συνέχεια και κάποιοι έχαναν σημαντικά ποσά. Ήταν ένα είδος χαρτοπαικτικής λέσχης.
Οι γιορτές για το χωριό ήταν μια ανάπαυλα από τις δουλειές, τη ρουτίνα του καφενείου για τους άνδρες και του νυχτεριού για τις γυναίκες.
Τρεις μέρες κρατούσαν οι χοροί και γλέντια στην πλατεία. Αν έκανε καλό καιρό, η πλατεία έσφυζε από ζωή. Όλο το χωριό παρόν. Μικροί μεγάλοι αντάμα. Εκεί γύρω στις 11-12 το μεσημέρι στήνονταν η ορχήστρα, που το βράδυ έπαιζε σ’ ένα καφενείο, που μετατρέπονταν σε ταβέρνα, και έπαιζε τραγούδια παραδοσιακά, Θρακιώτικα. Έσερναν το χορό οι άνδρες, ακολουθούσαν οι γυναίκες και παραπίσω τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Εκεί στην πλατεία μάθαιναν το ρυθμό των τραγουδιών και τα βήματα των χορών, χωρίς κάποιος να τους διδάσκει, αλλά παρατηρώντας τους μεγαλύτερους και υπακούοντας ασυνείδητα στο ρυθμό κάθε τραγουδιού, του Ζωναράδικου ή της Μπαϊντούσκας, ή του Αντικρυστού ( Καρσιλαμά). Όταν δεν υπήρχε ορχήστρα έβγαινε ο μπαρμπα-Αδάμ(ς) με τη φλογέρα του και το στραβό καπέλο. Κι όσο έπαιζε τόσο τα πενηντάρικα και τα κατοστάρικα κολλούσαν στο μέτωπο και στη συνέχεια κρέμονταν γύρω από την τραγιάσκα του. Κι αυτό μέχρι να νυχτώσει, ν’ αρχίσει ο κόσμος ν’ αποσύρεται στα σπίτια του. Μόνο οι άντρες συνέχιζαν στα καφενεία να πίνουν και να χορεύουν. Οι έφηβοι , τα παλικαράκια, δοκίμαζαν το κρασί και τη ρετσίνα της ταβέρνας αισθανόμενοι ότι έτσι ανδρώνονταν πλέον.
M’ όλα αυτά ελπίζω να ξύπνησα παλιές θύμισες στους μεγαλύτερους, και στους νεότερους να έδωσα μια γεύση από το παρελθόν, το οποίο, όσο ειδυλλιακό κι αν φαίνεται, δεν είναι αναγκαστικά και καλύτερο.
Ως γνήσια παιδιά του χωριού αναμενόταν από μας να συμβάλουμε στις εργασίες των γονιών μας. Και αν αυτό ήταν περιορισμένο κατά τη διάρκεια της Σχολικής ζωής, οι «διακοπές» σε μας τα παιδιά δεν είχαν το νόημα του ραχατιού και της ρεμπελιάς του σήμερα. Ωστόσο υπήρχε μια πτυχή των χριστουγεννιάτικων τουλάχιστον διακοπών που ανήκε ανέκαθεν και που διαχρονικά θα ανήκει στα παιδιά. Και αυτή είναι τα Κάλαντα.
Πολλές μέρες πριν δημιουργούσαμε τις παρέες. Ανά δύο άτομα ετοιμάζαμε βέργες κατάλληλες για την αντιμετώπιση του κινδύνου των σκυλιών, που ήταν περισσότερα από τους κατοίκους του χωριού. Κοιμόμαστε στο σπίτι του ενός και λίγο μετά τα μεσάνυχτα αρχίζαμε το τραγούδι. Πηγαίναμε σ’ όλα τα σπίτια .Φτωχά και πλούσια. Συγγενών και μη. Οι φτωχότεροι και μη συγγενείς μάς έδιναν συνήθως φρούτα, που δεν υπήρχαν σ’ όλα τα σπίτια .Ήταν και αυτά είδος πολυτελείας. Οι πλουσιότεροι και οι συγγενείς μας έδιναν από δυο δεκάρες μέχρι μισή και, σπάνια, μια δραχμή. Τα κάλαντα ήταν μια ολόκληρη περιπέτεια. Κίνδυνος από τα σκυλιά. Κίνδυνος από τις πολλές λάσπες. Βουλιάζαμε κάποιες φορές μέχρι το γόνατο. Κι αν είχε και χιόνι ή πάγο τότε τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Αφού, τέλος πάντων, η γύρα έπαιρνε τέλος, γύρω στις 04.00΄το πρωί, ερχόταν η ώρα της καταμέτρησης των εσόδων. Εάν φθάναμε τις 7-8 δραχμές θα ήμασταν ευτυχείς.
Το ίδιο πρωί κατά τις δέκα, αρχίζαμε τα «Χριστούγεννα πρωτούγεννα» . Νέα γύρα στο χωριό. Αυτή τη φορά, εκτός από δεκάρες, μάς έδιναν και τις κουλούρες. Οι επισκέψεις στα σπίτια συνέπιπταν με τη σφαγή και γδάρσιμο των γουρουνιών. Ανά δύο τρεις φίλοι και συγγενείς έσφαζαν το γουρούνι που το ανέθρεφαν όλη τη χρονιά. Οι οικογένειες από τα Χριστούγεννα και μέχρι να τελειώσει θα έτρωγαν κρέας. Ένα μεγάλο μέρος, λόγω έλλειψης ψυγείων, παστώνονταν στα κιούπια( πιθάρια). Το λίπος ήταν αρκετό να δώσει μέχρι και 4-5 δοχεία λίγδας. Άλλο μέρος γινόταν λουκάνικα που κρέμονταν στο χαγιάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Και ακολουθούν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. «Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά κι άγιος Βασίλης με χιονιά».Το δώρο τώρα είναι ένα κομμάτι κρέας που το τοποθετούμε στη ρόκα των γιαγιάδων μας. Άλλοι δίνουν μπριζόλες κι άλλοι προς απογοήτευσή μας παστό. Όλα καταλήγουν στο μπάρμπα-Μήτσιου για λίγα μισόφραγκα. Ο μικρός μας νους δεν ενδιαφερόταν να μάθει αν τα μεταπουλούσε σ’ άλλους. Πάντως όσα μας έδινε μας τα έπαιρνε πίσω με τα ψώνια που κάναμε απ’ αυτόν. Λίγες καραμέλες, λίγα ξυλοκέρατα και κανένα γλειφιτζούρι εξανέμιζαν το κέρδος μας.
Οι πιο πολλοί από μας δοκιμάζαμε να πολλαπλασιάσουμε τα χρήματα παίζοντας με τις δεκάρες σε τοίχους που είχαν ωραίες επίπεδες πέτρες. Χτυπούσαμε με δεξιοτεχνία τη δεκάρα πάνω στην πέτρα προσπαθώντας να την κατευθύνουμε κοντά σε προηγούμενη που έριξε άλλος . Υπήρχε ένα κομμάτι ξύλου περίπου μια πιθαμή, που αποτελούσε και το μέτρο. Αν έφθανε τη δεκάρα του προηγούμενου γινόταν δική μας. Ίσως αυτό ήταν το προστάδιο της χαρτοπαιξίας, αφού στα καφενεία οι μεγάλοι αυτές τις μέρες έπαιζαν συνέχεια και κάποιοι έχαναν σημαντικά ποσά. Ήταν ένα είδος χαρτοπαικτικής λέσχης.
Οι γιορτές για το χωριό ήταν μια ανάπαυλα από τις δουλειές, τη ρουτίνα του καφενείου για τους άνδρες και του νυχτεριού για τις γυναίκες.
Τρεις μέρες κρατούσαν οι χοροί και γλέντια στην πλατεία. Αν έκανε καλό καιρό, η πλατεία έσφυζε από ζωή. Όλο το χωριό παρόν. Μικροί μεγάλοι αντάμα. Εκεί γύρω στις 11-12 το μεσημέρι στήνονταν η ορχήστρα, που το βράδυ έπαιζε σ’ ένα καφενείο, που μετατρέπονταν σε ταβέρνα, και έπαιζε τραγούδια παραδοσιακά, Θρακιώτικα. Έσερναν το χορό οι άνδρες, ακολουθούσαν οι γυναίκες και παραπίσω τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Εκεί στην πλατεία μάθαιναν το ρυθμό των τραγουδιών και τα βήματα των χορών, χωρίς κάποιος να τους διδάσκει, αλλά παρατηρώντας τους μεγαλύτερους και υπακούοντας ασυνείδητα στο ρυθμό κάθε τραγουδιού, του Ζωναράδικου ή της Μπαϊντούσκας, ή του Αντικρυστού ( Καρσιλαμά). Όταν δεν υπήρχε ορχήστρα έβγαινε ο μπαρμπα-Αδάμ(ς) με τη φλογέρα του και το στραβό καπέλο. Κι όσο έπαιζε τόσο τα πενηντάρικα και τα κατοστάρικα κολλούσαν στο μέτωπο και στη συνέχεια κρέμονταν γύρω από την τραγιάσκα του. Κι αυτό μέχρι να νυχτώσει, ν’ αρχίσει ο κόσμος ν’ αποσύρεται στα σπίτια του. Μόνο οι άντρες συνέχιζαν στα καφενεία να πίνουν και να χορεύουν. Οι έφηβοι , τα παλικαράκια, δοκίμαζαν το κρασί και τη ρετσίνα της ταβέρνας αισθανόμενοι ότι έτσι ανδρώνονταν πλέον.
M’ όλα αυτά ελπίζω να ξύπνησα παλιές θύμισες στους μεγαλύτερους, και στους νεότερους να έδωσα μια γεύση από το παρελθόν, το οποίο, όσο ειδυλλιακό κι αν φαίνεται, δεν είναι αναγκαστικά και καλύτερο.